διαλειχω

διαλειχω
    διαλείχω
    δια-λείχω
    облизывать, вылизывать
    

(τὰς χότρας Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "διαλειχω" в других словарях:

  • διαλειχόμενον — διαλείχω lick clean pres part mp masc acc sg διαλείχω lick clean pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλείχοντα — διαλείχω lick clean pres part act neut nom/voc/acc pl διαλείχω lick clean pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλεῖξαι — διαλείχω lick clean aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλείχειν — διαλείχω lick clean pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλείχων — διαλείχω lick clean pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»